- χαραδρούμαι
- -όομαι, ΜΑ [χαράδρα](για τόπο)1. σχηματίζω χαράδρα, αποκτώ χαράδρα, διανοίγεται χαράδρα στην επιφάνεια μου2. είμαι γεμάτος χαράδρεςαρχ.μτφ. διανοίγομαι, διευρύνομαι («οἱ πόροι χαραδροῦνται», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαράδρωμα — ώματος, τὸ, Μ [χαραδροῡμαι] χαράδρα … Dictionary of Greek